sexy
sex
ˈsɛk
σεκ
y
si
σι
British pronunciation
/sˈɛksi/

Ορισμός και σημασία του "sexy"στα αγγλικά

01

σέξι, συναρπαστικός

(of a person) physically attractive in a way that draws attention
sexy definition and meaning
example
Παραδείγματα
She exudes confidence and allure, making her undeniably sexy.
Εκπέμπει αυτοπεποίθηση και γοητεία, κάνοντάς την αδιαμφισβήτητα σέξι.
His chiseled features and magnetic personality make him incredibly sexy to many.
Τα χαρακτηριστικά του και η μαγνητική προσωπικότητά του τον κάνουν απίστευτα σέξι για πολλούς.
02

σέξι, ερωτικός

sexually exciting and erotic
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store