sexuality
se
ˌsɛ
σε
xua
ˈkʃuæ
κσουαι
li
λι
ty
ti
τι
British pronunciation
/ˌsɛkʃuˈælɪti/

Ορισμός και σημασία του "sexuality"στα αγγλικά

01

σεξουαλικότητα, σεξουαλική ζωή

the qualities and activities that are related to sex
Wiki
sexuality definition and meaning
example
Παραδείγματα
Sexuality encompasses a person's sexual orientation, preferences, and identity, which can be fluid and diverse.
Η σεξουαλικότητα περιλαμβάνει τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τις προτιμήσεις και την ταυτότητα ενός ατόμου, που μπορεί να είναι ρευστές και ποικίλες.
Understanding one 's sexuality often involves exploring feelings, attractions, and desires towards oneself and others.
Η κατανόηση της σεξουαλικότητας κάποιου συχνά περιλαμβάνει την εξερεύνηση των συναισθημάτων, των έλξεων και των επιθυμιών προς τον εαυτό και τους άλλους.

Λεξικό Δέντρο

bisexuality
sexuality
sexual
sexu
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store