Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sextuple
01
εξαπλός, αποτελούμενος από έξι μέρη
consisting of six parts
Παραδείγματα
A sextuple layer of insulation was added to the walls, ensuring maximum energy efficiency for the building.
Προστέθηκε ένα εξαπλό στρώμα μόνωσης στους τοίχους, διασφαλίζοντας τη μέγιστη ενεργειακή απόδοση του κτιρίου.
The sextuple layers of the cake made it both visually impressive and deliciously rich.
Οι έξι στρώσεις του κέικ το έκαναν οπτικά εντυπωσιακό και γευστικά πλούσιο.
02
ανεπιθύμητος, για απόρριψη
discard as undesirable



























