risque
ris
ˌrɪs
ρισ
que
ˈkeɪ
κει
British pronunciation
/ɹɪskˈeɪ/
risqué

Ορισμός και σημασία του "risque"στα αγγλικά

01

τολμηρός, υπονοούμενος

suggestive of sexual impropriety
example
Παραδείγματα
The comedian's risqué jokes caused both laughter and discomfort in the audience.
Τα τολμηρά αστεία του κωμικού προκάλεσαν τόσο γέλιο όσο και δυσφορία στο κοινό.
She wore a risqué dress to the gala, which sparked plenty of conversation.
Φόρεσε ένα προκλητικό φόρεμα στη γκαλά, που προκάλεσε πολλές συζητήσεις.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store