Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
riskily
01
επικίνδυνα, με ρίσκο
in a manner that involves potential danger or uncertainty
Παραδείγματα
The driver overtook vehicles on the curve riskily, endangering others on the road.
Ο οδηγός προσπέρασε οχήματα στην καμπύλη με ριψοκίνδυνο τρόπο, θέτοντας σε κίνδυνο άλλους στο δρόμο.
The artist chose to express their unique style riskily, deviating from conventional norms.
Ο καλλιτέχνης επέλεξε να εκφράσει το μοναδικό του στυλ με ρίσκο, αποκλίνοντας από τις συμβατικές νόρμες.
Λεξικό Δέντρο
riskily
risky
risk



























