Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
risky
01
επικίνδυνος, ριψοκίνδυνος
involving the possibility of loss, danger, harm, or failure
Παραδείγματα
Investing in cryptocurrency is considered risky due to its volatility.
Η επένδυση σε κρυπτονομίσματα θεωρείται επικίνδυνη λόγω της μεταβλητότητάς της.
Skydiving is a risky sport that requires proper training and equipment.
Το αλεξιπτωτισμός είναι ένα επικίνδυνο άθλημα που απαιτεί κατάλληλη εκπαίδευση και εξοπλισμό.
02
επικίνδυνος, ριψοκίνδυνος
not financially safe or secure
Λεξικό Δέντρο
riskily
riskiness
risky
risk



























