Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gamy
01
τολμηρός, ατρόμητος
willing to face danger
02
με έντονη γεύση, με γεύση κρέατος θήρας
(of meat) having a sharp taste or smell because of being a bit spoiled
Παραδείγματα
The movie's gamy dialogue was deemed too risqué for the family-friendly audience.
Οι προκλητικοί διάλογοι της ταινίας θεωρήθηκαν πολύ τολμηροί για ένα οικογενειακό κοινό.
He was known for his gamy sense of humor, which often made people uncomfortable.
Ήταν γνωστός για την αισχρή αίσθηση του χιούμορ του, που συχνά έκανε τους ανθρώπους να νιώθουν άβολα.
Λεξικό Δέντρο
gaminess
gamy



























