Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
retrogressive
01
οπισθοδρομικός, παλινδρομικός
having the tendency to move backward or return to an earlier, less advanced state
Παραδείγματα
The decision to cut education funding was seen as retrogressive by many.
Η απόφαση να μειωθεί η χρηματοδότηση της εκπαίδευσης θεωρήθηκε οπισθοδρομική από πολλούς.
His retrogressive views on technology made it hard for him to adapt to the modern workplace.
Οι οπισθοδρομικές απόψεις του για την τεχνολογία έκαναν δύσκολη για αυτόν την προσαρμογή στον σύγχρονο εργασιακό χώρο.
Λεξικό Δέντρο
retrogressive
retrogress



























