Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to retrogress
01
οπισθοδρομώ, επιστρέφω σε παλιές συνήθειες
to return to negative behaviors or habits from the past
Παραδείγματα
The support group aimed to prevent individuals from retrogressing into negative behavioral patterns.
Η ομάδα υποστήριξης στόχευε να αποτρέψει τα άτομα από το να οπισθοχωρήσουν σε αρνητικά μοτίβα συμπεριφοράς.
The community was concerned that the newly built casino would cause some residents to retrogress to their previous addictions.
Η κοινότητα ανησυχούσε ότι το νεοκτισμένο καζίνο θα έκανε κάποιους κατοίκους να οπισθοδρομήσουν στις προηγούμενες εξαρτήσεις τους.
02
οπισθοχωρώ, επιδεινώνομαι
get worse or fall back to a previous condition
Λεξικό Δέντρο
retrogression
retrogressive
retrogress



























