Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
retroactively
01
αναδρομικά, με αναδρομικό τρόπο
in a way that something takes effect from a date earlier than its official approval or implementation
Παραδείγματα
The new tax law was applied retroactively to cover income earned in the previous year.
Ο νέος φορολογικός νόμος εφαρμόστηκε αναδρομικά για να καλύψει τα κέρδη που αποκτήθηκαν το προηγούμενο έτος.
The policy changes were implemented retroactively to address past issues.
Οι αλλαγές στην πολιτική εφαρμόστηκαν με αναδρομική ισχύ για την αντιμετώπιση προηγούμενων θεμάτων.
Λεξικό Δέντρο
retroactively
retroactive
retro
active



























