Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
retroactive
01
αναδρομικός, με αναδρομική ισχύ
applied or taken effect from a past date or event
Παραδείγματα
The new tax law is retroactive to the beginning of the year.
Ο νέος φορολογικός νόμος ισχύει αναδρομικά από την αρχή του έτους.
Employees received a retroactive salary increase for the past six months.
Οι εργαζόμενοι έλαβαν μια αναδρομική αύξηση μισθού για τους τελευταίους έξι μήνες.
02
αναδρομικός, με αναδρομική ισχύ
affecting things past
Λεξικό Δέντρο
retroactively
retroactive
retro
active



























