Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
realizable
01
πραγματοποιήσιμος, εφικτός
capable of being achieved or made possible
Παραδείγματα
The team 's dream of winning the championship became realizable with their intense training.
Το όνειρο της ομάδας να κερδίσει το πρωτάθλημα έγινε πραγματοποιήσιμο με την εντατική προπόνησή τους.
The idea of colonizing Mars is no longer just a fantasy; it 's becoming realizable with current technology.
Η ιδέα της αποικιοκράτησης του Άρη δεν είναι πλέον μόνο φαντασία· γίνεται πραγματοποιήσιμη με την τρέχουσα τεχνολογία.
02
πραγματοποιήσιμος, εφικτός
capable of being realized
Λεξικό Δέντρο
unrealizable
realizable
realize
real



























