Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
poised
01
ισορροπημένος, έτοιμος να δράσει
having a balanced quality, yet ready to move or act
02
ψύχραιμος, ήρεμος
showing control over emotions and actions
Παραδείγματα
She remained poised during the interview, answering each question thoughtfully.
Παρέμεινε ψύχραιμη κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, απαντώντας σε κάθε ερώτηση με σκέψη.
His poised manner in stressful situations earned him respect from his peers.
Ο ψύχραιμος τρόπος του σε στρεσογόνες καταστάσεις του χάρισε τον σεβασμό των συνομηλίκων του.
Λεξικό Δέντρο
poised
poise



























