Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pointy
01
μυτερός, κοφτερός
having a sharp or tapered tip
Παραδείγματα
The witch 's hat had a pointy tip, adding to its mystical appearance.
Το καπέλο της μάγισσας είχε μια μυτερή άκρη, προσθέτοντας στη μυστηριώδη εμφάνισή του.
The cactus had pointy spines for protection against predators.
Ο κάκτος είχε μυτερά αγκάθια για προστασία από τα αρπακτικά.
Λεξικό Δέντρο
pointy
point



























