LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Perturbing
/pətˈɜːbɪŋ/
/pɝˈtɝbɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "perturbing"
perturbing
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
ανησυχητικό
causing uneasiness, anxiety, or disturbance
distressful
distressing
disturbing
troubling
worrisome
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App