Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
peruvian
01
Περού
referring to anything or anyone that is related to or originates from Peru
Παραδείγματα
The Peruvian coast is famous for its seafood dishes, especially ceviche.
Η Περού ακτή είναι διάσημη για τα πιάτα θαλασσινών, ειδικά το σεβίτσε.
He bought a beautiful Peruvian blanket as a souvenir from his trip.
Αγόρασε μια όμορφη Περουβιανή κουβέρτα ως αναμνηστικό από το ταξίδι του.
Peruvian
01
Περούβιος, Περούβια
a person from Peru
Παραδείγματα
The Peruvian guided us through the historic streets of Cusco.
Ο Περούβιος μας οδήγησε μέσα από τους ιστορικούς δρόμους του Κούσκο.
Many Peruvians celebrate traditional festivals with music and dance.
Πολλοί Περούβιοι γιορτάζουν παραδοσιακές γιορτές με μουσική και χορό.



























