Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pervasive
01
διαπεραστικός, εξαπλωμένος
spreading widely or throughout a particular area or group
Παραδείγματα
The pervasive smell of smoke filled the air after the forest fire.
Η διαπεραστική μυρωδιά του καπνού γέμισε τον αέρα μετά τη δασική πυρκαγιά.
Social media 's pervasive influence on modern culture is undeniable.
Η διαπεραστική επιρροή των κοινωνικών δικτύων στη σύγχρονη κουλτούρα είναι αδιαμφισβήτητη.
Λεξικό Δέντρο
pervasively
pervasiveness
pervasive
perva



























