Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pervert
01
εκτρόπαλος, διεστραμμένος
someone who behaves in a way that is not socially acceptable, especially in a sexual way
Παραδείγματα
The character in the novel was portrayed as a pervert, making others uncomfortable with his actions.
Ο χαρακτήρας στο μυθιστόρημα απεικονίστηκε ως εκτρoπή, κάνοντας τους άλλους να αισθάνονται άβολα με τις πράξεις του.
She reported the pervert to the authorities after witnessing his inappropriate behavior.
Αναφέρθηκε ο ανώμαλος στις αρχές μετά την παρακολούθηση της ακατάλληλης συμπεριφοράς του.
to pervert
01
διαστρέφω, παραποιώ
to change something so it no longer serves its original purpose
Παραδείγματα
The regime tried to pervert history by rewriting the textbooks.
Το καθεστώς προσπάθησε να διαστρέψει την ιστορία ξαναγράφοντας τα σχολικά βιβλία.
Some argue that social media can pervert its original goal of connecting people.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να διαστρέψουν τον αρχικό τους στόχο της σύνδεσης ανθρώπων.
02
διαστρεβλώνω, παραποιώ
practice sophistry; change the meaning of or be vague about in order to mislead or deceive
03
διαφθείρω, παραποιώ
to influence someone in a way that leads them to behave or think in an immoral manner
Παραδείγματα
The propaganda used by the regime sought to pervert the minds of the younger generation.
Η προπαγάνδα που χρησιμοποιήθηκε από το καθεστώς επιδίωκε να διαστρέψει τα μυαλά της νεότερης γενιάς.
His actions aimed to pervert the values that society held dear.
Οι πράξεις του αποσκοπούσαν να διαστρέψουν τις αξίες που η κοινωνία εκτιμούσε.



























