Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prevalent
01
διαδεδομένος, επικρατών
widespread or commonly occurring at a particular time or in a particular place
Παραδείγματα
In this region, malaria is prevalent during the rainy season.
Σε αυτήν την περιοχή, η ελονοσία είναι διαδεδομένη κατά τη διάρκεια της εποχής των βροχών.
Social media usage is prevalent among teenagers in today's society.
Η χρήση των κοινωνικών δικτύων είναι διαδεδομένη στους εφήβους στη σημερινή κοινωνία.
Λεξικό Δέντρο
prevalent
valent
val



























