Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prevailing
01
επικρατών, διαδεδομένος
existing or occurring commonly
Παραδείγματα
The prevailing fashion trend this season is characterized by bold colors and oversized silhouettes.
Η κυρίαρχη τάση μόδας αυτής της σεζόν χαρακτηρίζεται από τολμηρά χρώματα και υπερμεγέθεις σιλουέτες.
In the region, the prevailing weather conditions include hot summers and mild winters.
Στην περιοχή, οι κυρίαρχες καιρικές συνθήκες περιλαμβάνουν ζεστά καλοκαίρια και ήπιους χειμώνες.
Λεξικό Δέντρο
prevailing
prevail



























