Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pertinent
01
σχετικός, κατάλληλος
directly related to the matter being considered
Παραδείγματα
She provided all the pertinent details during the meeting, ensuring everyone understood the issue.
Παρείχε όλες τις σχετικές λεπτομέρειες κατά τη διάρκεια της συνάντησης, διασφαλίζοντας ότι όλοι κατάλαβαν το πρόβλημα.
The lawyer asked only pertinent questions to avoid wasting time in court.
Ο δικηγόρος έκανε μόνο σχετικές ερωτήσεις για να αποφύγει την σπατάλη χρόνου στο δικαστήριο.
02
σχετικός, κατάλληλος
highly appropriate to a particular matter or situation
Παραδείγματα
The lawyer provided pertinent evidence that directly supported the case.
Ο δικηγόρος παρείχε σχετικά στοιχεία που υποστήριζαν άμεσα την υπόθεση.
His question was pertinent to the discussion, addressing the main issue at hand.
Η ερώτησή του ήταν σχετική με τη συζήτηση, αφορούσε το κύριο ζήτημα.
Λεξικό Δέντρο
impertinent
pertinently
pertinent
pertin



























