Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
apt
01
κατάλληλος, αρμόδιος
suitable or appropriate in the circumstances
Παραδείγματα
The rainy weather was apt for staying indoors and reading.
Ο βροχερός καιρός ήταν κατάλληλος για να μείνεις μέσα και να διαβάσεις.
Sarah 's organizational skills made her apt for the role of project manager.
Οι οργανωτικές δεξιότητες της Σάρα την έκαναν κατάλληλη για το ρόλο του διαχειριστή έργου.
Παραδείγματα
The apt student always had a clever remark ready in class.
Ο ικανός μαθητής είχε πάντα μια έξυπνη παρατήρηση έτοιμη στην τάξη.
He was known for his apt humor, making everyone laugh with just a few words.
Ήταν γνωστός για την εύστοχη του χιούμορ, κάνοντας όλους να γελούν με λίγα λόγια.
Παραδείγματα
She is apt to excel in mathematics due to her strong analytical skills.
Είναι τεnd να διακρίνεται στα μαθηματικά λόγω των ισχυρών αναλυτικών της δεξιοτήτων.
He is apt to forget things if he does n't write them down.
Είναι πιθανό να ξεχνάει πράγματα αν δεν τα γράφει.
Λεξικό Δέντρο
aptly
aptness
inapt
apt



























