Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pert
01
θρασύς, ζωηρός
lively, bold, and confident in a playful or appealing way
Παραδείγματα
Her pert smile and confident attitude made her stand out in the crowd.
Το ζωηρό χαμόγελό της και η σίγουρη στάση της την έκαναν να ξεχωρίζει στο πλήθος.
The pert replies she gave during the interview showed her quick wit and charm.
Οι ζωηρές απαντήσεις που έδωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης έδειξαν την γρήγορη ευφυΐα και τη γοητεία της.
Λεξικό Δέντρο
pertly
pertness
pert



























