Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Peregrination
01
περιπλάνηση, ταξίδι με τα πόδια
a long journey, especially on foot
Παραδείγματα
His peregrination through the mountains took several months, with many challenges along the way.
Η περιπλάνησή του μέσα από τα βουνά διήρκεσε αρκετούς μήνες, με πολλές προκλήσεις στο δρόμο.
After years of peregrination, she had explored countless countries and cultures.
Μετά από χρόνια περιπλάνησης, είχε εξερευνήσει αμέτρητες χώρες και πολιτισμούς.
Λεξικό Δέντρο
peregrination
peregrinate



























