Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
perennially
01
διαρκώς, συνεχώς
continuously or regularly happening over a long time
Παραδείγματα
The river flowed perennially, providing water to the surrounding ecosystem.
Το ποτάμι έρεε διαρκώς, παρέχοντας νερό στο περιβάλλον οικοσύστημα.
The issue of climate change has been perennially discussed in scientific circles.
Το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής έχει διαρκώς συζητηθεί σε επιστημονικούς κύκλους.
Λεξικό Δέντρο
perennially
perennial



























