Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
particularly
01
ιδιαίτερα, ειδικά
in a manner that emphasizes a specific aspect or detail
Παραδείγματα
She enjoyed all genres of music, but she was particularly fond of classical compositions.
Απολάμβανε όλα τα είδη μουσικής, αλλά της άρεσαν ιδιαίτερα οι κλασικές συνθέσεις.
The chef 's specialty was Italian cuisine, and he excelled particularly in crafting authentic pasta dishes.
Η ειδικότητα του σεφ ήταν η ιταλική κουζίνα, και διακρινόταν ιδιαίτερα στη δημιουργία αυθεντικών πιάτων ζυμαρικών.
02
ιδιαίτερα, ειδικά
to a degree that is higher than usual
Παραδείγματα
The restaurant is particularly busy on Friday nights.
Το εστιατόριο είναι ιδιαίτερα απασχολημένο τις Παρασκευές βράδυ.
He was particularly excited about the upcoming concert.
Ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος με την επερχόμενη συναυλία.
03
ιδιαίτερα
uniquely or characteristically
Λεξικό Δέντρο
particularly
particular



























