Partible
volume
British pronunciation/pˈɑːtəbəl/
American pronunciation/pˈɑːɹɾəbəl/

Ορισμός και Σημασία του "partible"

01

related to a property that can be divided after being inherited

partible

adj

part

n
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store