
Αναζήτηση
part-time
01
μερικής απασχόλησης, είδους απασχόλησης
done only for a part of the working hours
Example
He accepted a part-time teaching position at the college.
Δέχτηκε μια θέση διδασκαλίας μερικής απασχόλησης στο κολέγιο.
Her part-time status allows her to spend more time with her family.
Η μερικής απασχόλησης κατάσταση της της επιτρέπει να περνά περισσότερη ώρα με την οικογένειά της.
part-time
01
μερικής απασχόλησης, εν μέρει
for less than the standard number of hours

Συναφή Λέξεις