part-time
Pronunciation
/ˈpɑɹtˈtaɪm/
British pronunciation
/pˈɑːttˈaɪm/

Ορισμός και σημασία του "part-time"στα αγγλικά

01

μερικής απασχόλησης, μισή απασχόληση

done only for a part of the working hours
part-time definition and meaning
example
Παραδείγματα
He accepted a part-time teaching position at the college.
Αποδέχτηκε μια θέση διδασκαλίας μερικής απασχόλησης στο κολέγιο.
Her part-time status allows her to spend more time with her family.
Η κατάσταση μερικής απασχόλησης της της επιτρέπει να περνάει περισσότερο χρόνο με την οικογένειά της.
01

μερικής απασχόλησης, ημιαπασχόληση

for less than the standard number of hours
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store