Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Partiality
01
μεροληψία, ευνόηση
an unfair prejudice or bias toward an individual, group of people, etc.
Παραδείγματα
The judge was criticized for showing partiality during the trial.
Ο δικαστής επικρίθηκε για την επίδειξη μεροληψίας κατά τη διάρκεια της δίκης.
Her partiality toward her friend's ideas was evident in the meeting.
Η μεροληψία της προς τις ιδέες του φίλου της ήταν εμφανής στη συνάντηση.
02
μεροληψία, προτίμηση
a specific fondness for someone or something
Λεξικό Δέντρο
partiality
partial
part



























