Participating
volume
British pronunciation/pɑːtˈɪsɪpˌe‍ɪtɪŋ/
American pronunciation/pɑɹˈtɪsəˌpeɪtɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "participating"

participating
01

taking part in an activity

participating definition and meaning
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store