Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
participatory
01
συμμετοχικός, συμμετέχων
characterized by the active involvement and engagement of people in decision-making or activities
Παραδείγματα
The community meeting was highly participatory, with everyone contributing their ideas and opinions.
Η συνεδρίαση της κοινότητας ήταν πολύ συμμετοχική, με όλους να συνεισφέρουν τις ιδέες και τις απόψεις τους.
The new educational model focuses on a participatory approach to learning, encouraging students to engage actively in their own education.
Το νέο εκπαιδευτικό μοντέλο επικεντρώνεται σε μια συμμετοχική προσέγγιση της μάθησης, ενθαρρύνοντας τους μαθητές να συμμετέχουν ενεργά στη δική τους εκπαίδευση.
Λεξικό Δέντρο
participatory
participate
particip



























