Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Awakening
01
ξύπνημα, αφύπνιση
the act of waking
Παραδείγματα
The environmental movement experienced an awakening in the 1970s.
Το περιβαλλοντικό κίνημα γνώρισε μια αφύπνιση τη δεκαετία του 1970.
The community saw an awakening of interest in local history after the museum's grand reopening.
Η κοινότητα είδε μια αφύπνιση του ενδιαφέροντος για την τοπική ιστορία μετά τη μεγαλειώδη επανέναρξη του μουσείου.
Λεξικό Δέντρο
awakening
awaken



























