Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
overpriced
01
υπερτιμημένος, υπερτιμημένος
expensive in way that is not reasonable
Παραδείγματα
The restaurant ’s menu is full of overpriced dishes.
Το μενού του εστιατορίου είναι γεμάτο υπερτιμημένα πιάτα.
He complained that the concert tickets were overpriced.
Παραπονέθηκε ότι τα εισιτήρια για τη συναυλία ήταν υπερτιμημένα.
Λεξικό Δέντρο
overpriced
overprice
price



























