Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to overpopulate
01
υπερπληθαίνω, προκαλώ υπερπληθωρισμό
cause to have too great a population
Λεξικό Δέντρο
overpopulate
populate
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
υπερπληθαίνω, προκαλώ υπερπληθωρισμό
Λεξικό Δέντρο