Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
overpopulated
01
υπερπληθυσμός, γεμάτος
having too many people for the available space or resources
Παραδείγματα
The city is becoming overpopulated due to rapid growth.
Η πόλη γίνεται υπερπληθυσμένη λόγω της ταχείας ανάπτυξης.
Overpopulated areas often struggle with traffic and pollution.
Οι υπερπληθυσμένες περιοχές συχνά αγωνίζονται με την κυκλοφορία και τη ρύπανση.
Λεξικό Δέντρο
overpopulated
populated
populate



























