LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
High-priced
/hˈaɪpɹˈaɪst/
/hˈaɪpɹˈaɪst/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "high-priced"
high-priced
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having an expensive price
high-priced
adj
Παράδειγμα
The
luxury
car
brand
targeted
deep-pocketed
consumers
with
its
high-priced
models
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App