Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dear
Παραδείγματα
My dear grandmother has always been a source of comfort and wisdom in my life.
Η αγαπημένη μου γιαγιά ήταν πάντα μια πηγή παρηγοριάς και σοφίας στη ζωή μου.
The old, weathered book on the shelf is a dear memento from my late father.
Το παλιό, φθαρμένο βιβλίο στο ράφι είναι ένα αγαπημένο ενθύμιο από τον αποθανόντα πατέρα μου.
02
ακριβός, δαπανηρός
high in cost or price, often more than what is typical or expected
Παραδείγματα
The rare painting is too dear for most buyers.
Ο σπάνιος πίνακας είναι πολύ ακριβός για τους περισσότερους αγοραστές.
The trip turned out to be quite dear, but the memories were priceless.
Το ταξίδι αποδείχθηκε αρκετά ακριβό, αλλά οι αναμνήσεις ήταν ανεκτίμητες.
03
αγαπητός, αγαπημένος
with or in a close or intimate relationship
04
αγαπητός, ειλικρινής
sincerely earnest
Dear
01
αγαπητέ, αγαπητή
a warm or affectionate way of addressing someone, often in letters or conversations
Παραδείγματα
Dear Alice, I ca n't wait to see you again.
Αγαπητή Alice, ανυπομονώ να σε δω ξανά.
It was so nice to see you, dear.
Ήταν τόσο ωραίο να σε δω, αγαπητέ.
02
αγαπημένος, αγαπητός
a person who holds a special place in someone's heart, often due to their cherished qualities or deep emotional connection
Παραδείγματα
She wrote a heartfelt letter to her dear, expressing her deepest feelings.
Έγραψε μια ειλικρινή επιστολή στον αγαπημένο της, εκφράζοντας τα βαθύτερα συναισθήματά της.
When he returned home, he was greeted with a warm hug from his dear.
Όταν επέστρεψε σπίτι, τον υποδέχτηκε μια ζεστή αγκαλιά από τον αγαπημένο του.
03
αγαπημένος, άγγελος
a sweet innocent mild-mannered person (especially a child)
dear
Παραδείγματα
He learned the lesson dear through years of regret.
Έμαθε το μάθημα ακριβά μέσα από χρόνια λύπης.
She paid dear for her betrayal of trust.
Πλήρωσε ακριβά για την προδοσία της εμπιστοσύνης.
02
αγαπημένος, με αγάπη
with affection
Λεξικό Δέντρο
dearly
dearness
deary
dear



























