Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
precious
Παραδείγματα
The precious gemstone necklace has been in the family for generations.
Το κολιέ με πολύτιμους λίθους είναι στην οικογένεια για γενιές.
The precious heirloom watch was passed down through several generations.
Το πολύτιμο ρολόι της οικογένειας πέρασε από πολλές γενιές.
Παραδείγματα
She kept her grandmother ’s locket in a precious spot on her bedside table, always handling it with care.
Κράτησε το μενταγιόν της γιαγιάς της σε ένα πολύτιμο σημείο στο τραπεζάκι του κρεβατιού της, πάντα το χειριζόταν με προσοχή.
The precious moments spent with family during the holidays were cherished deeply.
Οι πολύτιμες στιγμές που πέρασαν με την οικογένεια κατά τις διακοπές εκτιμήθηκαν βαθιά.
03
πολύτιμος, επιτηδευμένος
overly refined or affected, often referring to behavior or manners that seem overly delicate or showy
Παραδείγματα
His precious behavior made him seem out of touch with the casual atmosphere.
Η πολύτιμη συμπεριφορά του τον έκανε να φαίνεται ασύνδετος με την χαλαρή ατμόσφαιρα.
She had precious ways of speaking that felt rehearsed and unnatural.
Είχε πολύτιμους τρόπους ομιλίας που φαίνονταν προμελετημένοι και αντιφυσικοί.
Precious
01
θησαυρός, πολύτιμο
a thing or person that is highly valued
Παραδείγματα
The old watch was his precious, passed down from his grandfather.
Το παλιό ρολόι ήταν το πολύτιμό του, που του είχε περάσει ο παππούς του.
She treated her cat as her precious, always ensuring it had the best care.
Περιποιούνταν τη γάτα της ως θησαυρό, διασφαλίζοντας πάντα ότι είχε την καλύτερη φροντίδα.
Λεξικό Δέντρο
preciously
preciousness
semiprecious
precious
preci



























