Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Precession
01
προχώρηση, αλλαγή στον προσανατολισμό ενός περιστρεφόμενου σώματος σε σχέση με τον άξονα περιστροφής του
the change in orientation of a rotating body with respect to its rotational axis
Λεξικό Δέντρο
precession
cession



























