Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Preceptor
01
διδάσκαλος, μέντορας
a teacher or instructor, especially one who provides guidance, supervision, and mentorship to students or trainees in a specialized field
Παραδείγματα
As a preceptor in the medical residency program, she mentored aspiring doctors in clinical practice.
Ως καθηγήτρια στο πρόγραμμα ιατρικής πρακτικής, καθοδήγησε φιλόδοξους γιατρούς στην κλινική πρακτική.
He served as a preceptor for graduate students, guiding them through their research projects in chemistry.
Υπηρέτησε ως καθηγητής για μεταπτυχιακούς φοιτητές, καθοδηγώντας τους στα ερευνητικά τους έργα στη χημεία.
Λεξικό Δέντρο
preceptorship
preceptor



























