Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
overprotective
01
υπερπροστατευτικός, πολύ προστατευτικός
(of a person) showing too much care or concern for another person, often in a way that is unreasonable
Λεξικό Δέντρο
overprotective
protective
protect
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
υπερπροστατευτικός, πολύ προστατευτικός
Λεξικό Δέντρο