Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to overreach
01
υπερβαίνω τα όρια, καταχρώμαι την εξουσία μου
to go beyond limits of one's power or authority, often resulting in negative consequences or failure
Παραδείγματα
He overreached himself by taking on too many responsibilities, leading to burnout and decreased performance.
Υπερβήθηκε παίρνοντας πολλές ευθύνες, οδηγώντας σε εξάντληση και μείωση της απόδοσης.
The team 's attempt to overreach their budget resulted in financial difficulties and project delays.
Η προσπάθεια της ομάδας να υπερβεί τον προϋπολογισμό της οδήγησε σε οικονομικές δυσκολίες και καθυστερήσεις του έργου.
02
ξεπεράσω με πονηριά και ευφυΐα, νικώ με την ευφυΐα
beat through cleverness and wit
Λεξικό Δέντρο
overreaching
overreach
reach



























