Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
narrow-minded
01
στενόμυαλος, περιορισμένος
not open to new ideas, opinions, etc.
Παραδείγματα
His narrow-minded views on politics made it difficult to have meaningful discussions with him.
Οι στενόμυαλες απόψεις του για την πολιτική έκαναν δύσκολη τη δυνατότητα να γίνουν ουσιαστικές συζητήσεις μαζί του.
The company 's narrow-minded approach to innovation stifled creativity among its employees.
Η στενόμυαλη προσέγγιση της εταιρείας στην καινοτομία έπνιξε τη δημιουργικότητα μεταξύ των εργαζομένων της.
02
αίρεσης, δογματικός
rigidly adhering to the doctrines of a sect or group
Παραδείγματα
The preacher was criticized for narrow-minded preaching.
Ο ιεροκήρυκας επικρίθηκε για το στενόμυαλο κήρυγμά του.
Their narrow-minded loyalty caused divisions.
Η στενόμυαλη αφοσίωσή τους προκάλεσε διαιρέσεις.



























