Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
parochial
01
ενοριακός, σχετικός με την εκκλησιαστική ενορία
of or relating to a church parish
Παραδείγματα
The parochial council meets every month to discuss community events.
Το ενοριακό συμβούλιο συνεδριάζει κάθε μήνα για να συζητήσει κοινωνικές εκδηλώσεις.
She volunteers at the parochial school next to the church.
Εκείνη εργάζεται εθελοντικά στο ενοριακό σχολείο δίπλα στην εκκλησία.
02
στενόμυαλος, περιορισμένος
possessing a limited understanding or point of view, and not open to broadening it
Παραδείγματα
His parochial views on cultural issues made it difficult for him to relate to people from different backgrounds.
Οι στενόμυαλες απόψεις του για πολιτιστικά θέματα του έκαναν δύσκολο να συνδεθεί με ανθρώπους από διαφορετικά περιβάλλοντα.
The discussion was hindered by parochial attitudes that ignored the larger context.
Η συζήτηση παρεμποδίστηκε από παρωχημένες στάσεις που αγνοούσαν το ευρύτερο πλαίσιο.
Λεξικό Δέντρο
parochially
parochial



























