Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Paroxysm
01
παροξυσμός, κρίση
a sudden and uncontrollable outburst or convulsion, often of emotion or action
Παραδείγματα
He was overcome by a paroxysm of laughter, unable to control his amusement at the comedian's jokes.
Κυριεύτηκε από ένα παρoξυσμό γέλιου, αδυνατώντας να ελέγξει τη διασκέδασή του από τα αστεία του κωμικού.
As she recounted the harrowing experience, she was seized by a paroxysm of fear, trembling uncontrollably.
Καθώς διηγούνταν την οδυνηρή εμπειρία, κυριεύτηκε από ένα παρoξυσμό φόβου, τρέμοντας ακράτητα.
Λεξικό Δέντρο
paroxysmal
paroxysm



























