Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
parlous
01
επικίνδυνος, τρομερός
(of a condition) dangerous, terrible, or uncertain
Παραδείγματα
They were in a parlous condition after the severe storm damaged their home.
Βρίσκονταν σε μια επικίνδυνη κατάσταση αφού η σφοδρή καταιγίδα υπέβαλε ζημιά στο σπίτι τους.
His health was in a parlous state, requiring immediate medical attention.
Η υγεία του ήταν σε επικίνδυνη κατάσταση, απαιτώντας άμεση ιατρική προσοχή.



























