Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lowest
01
χαμηλότερα, στην χαμηλότερη θέση
in the lowest position; nearest the ground
lowest
Παραδείγματα
He held the lowest position in the company, performing tasks that others avoided.
Κρατούσε τη χαμηλότερη θέση στην εταιρεία, εκτελώντας εργασίες που άλλοι απέφευγαν.
The organization was designed to support even the lowest members of society, ensuring their needs were met.
Ο οργανισμός σχεδιάστηκε για να υποστηρίζει ακόμη και τα χαμηλότερα μέλη της κοινωνίας, διασφαλίζοντας ότι οι ανάγκες τους ικανοποιούνταν.
Παραδείγματα
He climbed to the lowest branches of the tree to pick some fruit.
Ανέβηκε στα πιο χαμηλά κλαδιά του δέντρου για να μαζέψει μερικά φρούτα.
The book was placed on the lowest shelf for easy access by the children.
Το βιβλίο τοποθετήθηκε στο χαμηλότερο ράφι για εύκολη πρόσβαση από τα παιδιά.



























