Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to litigate
01
εκδικηθεί με δικαστικά μέσα, καταφεύγω στη δικαιοσύνη
to initiate legal action against another party or person
Intransitive
Παραδείγματα
The company decided to litigate after the breach of contract.
Η εταιρεία αποφάσισε να ενάγει μετά την παραβίαση της σύμβασης.
He chose to litigate rather than settle the matter out of court.
Επέλεξε να καταθέσει αγωγή παρά να διευθετήσει το θέμα εκτός δικαστηρίου.
02
διεκδικώ δικαστικά, ασκώ δικαστική διαδικασία
to actively participate in legal proceedings, such as engaging in a legal debate within a court of law
Transitive: to litigate a case
Intransitive: to litigate against sb
Παραδείγματα
The company chose to litigate the breach of contract rather than pursuing alternative dispute resolution methods.
Η εταιρεία επέλεξε να καταφύγει σε δικαστικές διαδικασίες για την παραβίαση της σύμβασης αντί να ακολουθήσει εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης διαφορών.
She decided to litigate against her former employer for discrimination after attempts at mediation failed to yield a resolution.
Αποφάσισε να καταθέσει αγωγή εναντίον του πρώην εργοδότη της για διακρίσεις αφού οι προσπάθειες διαμεσολάβησης απέτυχαν να φέρουν λύση.
Λεξικό Δέντρο
litigation
litigator
litigious
litigate
litig



























