litigator
li
ˈlɪ
λι
ti
τα
ga
ˌgeɪ
γκει
tor
tɜr
τερρ
British pronunciation
/lˈɪtɪɡˌe‍ɪtɐ/

Ορισμός και σημασία του "litigator"στα αγγλικά

01

δικαστικός δικηγόρος, ειδικευμένος δικηγόρος σε δίκες

a lawyer who specializes in bringing a lawsuit against people or organizations in a court of law
Wiki
example
Παραδείγματα
As a skilled litigator, she has successfully represented clients in numerous high-profile court cases.
Ως επιδέξια δικηγόρος δικαστηρίων, έχει εκπροσωπήσει με επιτυχία πελάτες σε πολλές δικαστικές υποθέσεις υψηλού προφίλ.
The law firm hired a team of experienced litigators to handle complex legal disputes.
Το δικηγορικό γραφείο προσέλαβε μια ομάδα έμπειρων δικηγόρων δικαστηρίου για να χειριστεί πολύπλοκες νομικές διαφορές.

Λεξικό Δέντρο

litigator
litigate
litig
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store