litigant
li
ˈlɪ
λι
ti
τι
gant
gənt
γκαντ
British pronunciation
/lˈɪtɪɡənt/

Ορισμός και σημασία του "litigant"στα αγγλικά

01

δικαζόμενος, μέρος στη δικαστική διαμάχη

(law) a person or party involved in a legal case
example
Παραδείγματα
The litigant filed a lawsuit against the company, alleging discrimination in the workplace.
Ο ενάγων κατέθεσε αγωγή εναντίον της εταιρείας, κατηγορώντας για διακρίσεις στον χώρο εργασίας.
As a litigant in the divorce proceedings, Sarah sought legal representation to protect her interests and assets.
Ως δικαζόμενος στη διαδικασία διαζυγίου, η Σάρα αναζήτησε νομική εκπροσώπηση για να προστατεύσει τα συμφέροντα και τα περιουσιακά της στοιχεία.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store